πρᾶος
1πρᾶος — Gött. Nachr. masc/fem nom sg …
2πρᾷος — πρᾶος Gött. Nachr. masc/fem nom sg …
3πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… …
4πράος — α, ο ήπιος, γλυκός, ήμερος, μαλακός: Πράος άνθρωπος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. См. Железная рука, но мягкая перчатка …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6Πρᾶος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — См. Твердо в деле, мягко в формах …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7πρηέα — πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πρηέᾱ , πρᾶος Gött. Nachr. fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πρᾶος Gött. Nachr. fem nom/voc sg (epic ionic) …
8πρᾳότερον — πρᾶος Gött. Nachr. adverbial comp πρᾶος Gött. Nachr. masc acc comp sg πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc comp sg …
9πρηύ — πρᾶος Gött. Nachr. masc voc sg (ionic) πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc sg (ionic) …
10πρᾳοτέρων — πρᾶος Gött. Nachr. fem gen comp pl πρᾶος Gött. Nachr. masc/neut gen comp pl …