πρᾶγμα αὐϑομολογούμενον

  • 1αυθομολογούμαι — αὐθομολογοῡμαι ( έομαι) (Α) φρ. «πρᾱγμα αὐθομολογούμενον» πράγμα που φανερώνεται από μόνο του, ολοφάνερο …

    Dictionary of Greek