1πραΰμητις — ήτιος, ὁ, ἡ, Α 1. πράος, ήσυχος 2. (ως προσωνυμία τής Ειλειθυίας) αυτή η οποία σκέφτεται με πραότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + μῆτις «σοφία, φρόνηση» (πρβλ. αισχρό μητις)] …
Dictionary of Greek
2πραύμητιν — πρᾱΰμητιν , πραύμητις of gentle counsel masc/fem acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)