πρᾱέως
1πραέως — και ιων. τ. πρηέως Α (ασυναίρ. τ.) βλ. πράως …
2πραέως — πρᾱέως , πρᾶος Gött. Nachr. adverbial …
3πρᾳέως — πρᾱͅέως , πρᾶος Gött. Nachr. adverbial …
4πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… …
5ՀԵԶԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0079 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 10c, 12c, 14c մ. πρᾴως, πρᾳέως mansuete, leniter ἑπιεικῶς benigne. Հեզութեամբ. հանդարտութեամբ. մեղմով. խաղաղիկ. ... *Հեզաբար ուսանել, կամ կոչել, գնալ, տալ պատասխանի, խոստովանել. Դիոն.:… …