πρᾱνίζω
1πρανίζω — Α (δωρ. και αττ. τ.) βλ. πρηνίζω …
2πρανιχθέντα — πρανίζω capsize aor part pass neut nom/voc/acc pl πρανίζω capsize aor part pass masc acc sg …
3πρανίζει — πρανίζω capsize pres ind mp 2nd sg πρανίζω capsize pres ind act 3rd sg …
4πρανιχθῆναι — πρανίζω capsize aor inf pass …
5ἐπράνιξε — πρανίζω capsize aor ind act 3rd sg …
6πρανώ — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀκρίδος εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με τη λ. πάρνοψ* «είδος ακρίδας»]. (II) όω, Α [πρηνής / πρᾱνής] πρανίζω* …
7πρηνίζω — ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. πρανίζω Α [πρηνής] νεοελλ. βάζω κάποιον με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, δηλ. πρηνηδόν, τόν πιστομίζω μσν. αρχ. 1. καταστρέφω, κατακρημνίζω κάτι («ἐπρήνιζε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν», Ευφορ.) 2. παθ. πρηνίζομαι… …