πρᾰγμα
91παίγνιο — το (ΑΜ παίγνιον, Α και παίχνιον) 1. εύθυμη απασχόληση που γίνεται για ψυχαγωγία, παιδιά, παιγνίδι 2. αντικείμενο ή μέσο ψυχαγωγίας 3. πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάποιου, άθυρμα, έρμαιο («ἄνθρωπον δὲ... θεοῡ τι παίγνιον… …
92παράβολος — η, ο / παράβολος και ποιητ. τ. παραίβολος, ον, δωρ. τ. ουδ. πάρβολον, ΝΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο, παράτολμος, ριψοκίνδυνος, απερίσκεπτος 2. (για πράγμα ή πράξη) επικίνδυνος, επισφαλής (α. παράβολη επιχείρηση» β.… …
93παράς — Ασημένιο οθωμανικό νόμισμα, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1623. Αρχικά περιείχε 1,1 γραμμάρια ασήμι. Από τα τέλη του 17ου αι. εξελίχθηκε σε βασική νομισματική μονάδα, ίση με 1/4 του πιάστρου. Στα μέσα του 19ου αι., η περιεκτικότητά του σε ασήμι… …
94παροχή — Πράξη και αποτέλεσμα του παρέχω. Δόση. Χορηγία. Π. λέγεται και το προσφερόμενο: παροχή νερού κλπ. Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έκφραση π. αγωγού, και σημαίνει τον όγκο του ρευστού, υγρού ή αερίου ο οποίος περνά από μία διατομή στη μονάδα του …
95πραγματάκι — και πραματάκι, το, Ν [πράγμα, ατος] υποκορ. τού πράγμα …
96πραγματίδιον — τὸ, Α 1. υποκορ. τού πράγμα 2. συν. στον πληθ. τὰ πραγματίδια μικρή, ευτελής περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, ατος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. γραμματ ίδιον)] …
97προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… …
98πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ …
99σίδερο — το, Ν 1. ο σίδηρος 2. συνεκδ. α) κάθε όργανο, εργαλείο, σκεύος ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από αυτό το μέταλλο (α. «τα σίδερα τού μπαλκονιού [ή τής αυλής ή τής σκάλας]» το σιδερένιο κιγκλίδωμα, τα σιδερένια κάγκελα β. «το σίδερο τής πόρτας» …
100σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων …