πρᾰγμα

  • 121Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 122Μιχαήλ — I (εβρ. Μικαέλ = τις ως ο Θεός;). Όνομα με το οποίο αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ο άγγελος φύλακας του Ισραήλ. Αναφέρεται επίσης στην Καινή Διαθήκη και στα απόκρυφα κείμενα. Η λατρεία του στη χριστιανική Εκκλησία (Αρχάγγελος Μιχαήλ) είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 123Νικαράγουα — Κράτος της κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β με την Oνδούρα, Ν με την Kόστα Pίκα και βρέχεται Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό, και Α από τη Θάλασσα των Aντιλλών.H Ν. είναι το πιο εκτεταμένο και λιγότερο πυκνοκατοικημένο κράτος της κεντρικής Αμερικής. H… …

    Dictionary of Greek

  • 124πίστωσηή πίστη — Πράξη ανταλλαγής οικονομικών αγαθών μεταξύ δύο προσώπων, που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η προσφορά του ενός δεν είναι ταυτόχρονη με την προσφορά του άλλου. Η π. είναι λοιπόν η ανταλλαγή ενός σημερινού αγαθού έναντι ενός μέλλοντος αγαθού ή …

    Dictionary of Greek

  • 125Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …

    Dictionary of Greek

  • 126ԱՐԴԻՒՆ — (դեան, դեամբ. մանաւանդ՝ արդիւնք, դեանց, դեամբք կամ դեօք.) NBH 1 0349 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c ԱՐԴԻՒՆ մանաւանդ՝ ԱՐԴԻՒՆՔ. γέννημα, εὑφόριον, γεώργιον, πράγμα productum, fructus terrae, manipulus… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 127μοντέλο — το (λ. ιταλ.) 1. πρόσωπο ή πράγμα που χρησιμοποιεί καλλιτέχνης ως πρότυπο: Είχε ωραίο σώμα και δούλευε ως μοντέλο ενός γλύπτη. 2. είδος νεωτερισμού που χρησιμοποιείται ως υπόδειγμα για την κατασκευή άλλων όμοιων με αυτό, σχέδιο: Αντέγραψε ένα… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 128πεντακοσιοστός — ή, ό 1. αυτός που φέρνει στη σειρά τον αριθμό 500: Στον πίνακα των υποψηφίων για διορισμό είμαι πεντακοσιοστός. 2. το ουδ. ως ουσ., πεντακοσιοστό, το το ένα μέρος από τα 500 στα οποία χωρίστηκε ένα πράγμα, ή πράγμα πεντακόσιες φορές μικρότερο …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)