πρώϊμος
1πρώιμος — early masc/fem nom sg …
2πρώιμος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών από το χωριό Λάκκοι της Κρήτης. Πολλά μέλη της διακρίθηκαν ως αρματωλοί στα χρόνια πριν από το 1821, άλλα ως οπλαρχηγοί στην Eπανάσταση του 1821, και άλλα στις κατοπινές κρητικές επαναστάσεις. * * * η, ο / πρώϊμος,… …
3πρώιμος — η, ο 1. για φυτά και καρπούς, αυτός που παράγεται ή ωριμάζει νωρίς: Φέτος θα έχουμε πρώιμες ντομάτες. 2. για ζώα, αυτός που γεννιέται νωρίς: Για να τους φιλέψει έσφαξε ένα πρώιμο κατσίκι. 3. αυτός που παράγει ή γεννά νωρίς: Πρώιμη αχλαδιά. 4.… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πρωιμώτερον — πρώιμος early masc acc comp sg πρώιμος early neut nom/voc/acc comp sg πρώιμος early adverbial πρῷμος masc acc comp sg πρῷμος neut nom/voc/acc comp sg πρῷμος adverbial …
5πρωιμώτατα — πρώιμος early adverbial superl πρώιμος early neut nom/voc/acc superl pl πρῷμος adverbial superl πρῷμος neut nom/voc/acc superl pl …
6πρωίμως — πρώιμος early adverbial πρώιμος early masc/fem acc pl (doric) πρῷμος adverbial πρῷμος masc/fem acc pl (doric) …
7πρώιμον — πρώιμος early masc/fem acc sg πρώιμος early neut nom/voc/acc sg …
8πρωιμωτάτου — πρώιμος early masc/neut gen superl sg πρῷμος masc/neut gen superl sg …
9πρωιμώτερος — πρώιμος early masc nom comp sg πρῷμος masc nom comp sg …
10πρωίμοις — πρώιμος early masc/fem/neut dat pl πρῷμος masc/fem/neut dat pl …