πρώρᾱθεν
1πρώραθεν — πρῴραθεν ΝΑ και ποιητ. τ. πριν από σύμφωνο πρῴραθε και ιων. τ. πρῴρηθεν Α επίρρ. από την πρώρα, από το μέρος τής πλώρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + επιρρμ. κατάλ. θεν / θε* (πρβλ. πρύμνη θεν)] …
2πρῴραθεν — πρῴρᾱθεν , πρῴραθεν from the ship s head indeclform (adverb) …
3πρῴρηθεν — πρῴραθεν from the ship s head ionic (indeclform adverb) …
4πρώρηθεν — Α ιων. τ. επίρρ. βλ. πρώραθεν …
5πρῴραθε — πρῴρᾱθε , πρῴραθεν from the ship s head indeclform (adverb) …