πρώην

  • 61Ελληνικό — I Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Πόλη (υψόμ. 5 μ., 16.740 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στα δυτικά παράλια του νομού. Συνιστά τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος της πρωτεύουσας, της οποίας ουσιαστικά είναι προάστιο. Αποτελεί τον ομώνυμο… …

    Dictionary of Greek

  • 62Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 63Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 64Πηγάδια — Oνομασία 8 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ.), στην πρώην επαρχία Βάλτου, του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Περδικακίου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 42) μ., στην πρώην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού …

    Dictionary of Greek

  • 65Πλατάνια — Oνομασία 8 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ.), στην πρώην επαρχία Αμαρίου, του νομού Ρεθύμνης. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην πρώην επαρχία Ρόδου, του νομού Δωδεκανήσου, κοντά στο χωριό Αγία Ελεούσα (υψόμ. 270 μ.). 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 66Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 67Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …

    Dictionary of Greek

  • 68Κομεκόν — (COMECON, COuncil for Mutual ECONomic Assistance). Αγγλοσαξονική συντομογραφία του Οικονομικού Συμβουλίου Αμοιβαίας Βοήθειας, οργανισμού που ίδρυσαν η πρώην Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) και οι σύμμαχοί της, δηλαδή η πρώην Ανατολική Γερμανία (από το… …

    Dictionary of Greek

  • 69Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …

    Dictionary of Greek

  • 70καστράκι — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 62 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στην αριστερή πλευρά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …

    Dictionary of Greek