πρότμησις
1πρότμησις — waist fem nom sg (epic) …
2πρότμησις — ήσεως, ἡ, Α 1. η πάνω από τους μηρούς περιοχή τού ανθρώπινου σώματος, η μέση 2. η περιοχή γύρω από τον ομφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προτέμνω. Η περιοχή αυτή ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι βρίσκεται γύρω από το σημείο όπου έχει κοπεί ο ομφάλιος λώρος] …
3πρότμησιν — πρότμησις waist fem acc sg (epic) …