πρόσ-πεινος

  • 1πρόσπεινος — ον, Α πεινασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πεινος (< πεῖνα), πρβλ. ἔκ πεινος] …

    Dictionary of Greek

  • 2οξύπεινος — ὀξύπεινος, ον (Α) 1. (για αετό) αυτός που πεινάει πολύ, αδηφάγος, λαίμαργος 2. (για πρόσ.) πειναλέος 3. μτφ. αυτός που αισθάνεται μεγάλη επιθυμία για κάτι («πρὸς τοὺς λόγους ὀξύπεινος», Πλούτ.). επίρρ... ὀξυπείνως (Α) με μεγάλη πείνα, με… …

    Dictionary of Greek