πρόσχημα
1πρόσχημα — that which is held before neut nom/voc/acc sg …
2πρόσχημα — το, ΝΜΑ [προέχω] πρόφαση, δικαιολογία (α. «με πρόσχημα την ανεργία κλέβει συνεχώς» β. «πατήρ... σοὶ πρόσχημ ἀεὶ ὡς ἐξ ἐμοῡ τέθνηκεν», Σοφ.) νεοελλ. φρ. α) «τηρώ τα προσχήματα» ή «κρατώ τα προσχήματα» υποκρίνομαι με πειστικό τρόπο, φροντίζω να μην …
3πρόσχημα — το, ατος πρόφαση, προσποίηση, υποκριτική και αβάσιμη αφορμή: Ν αφήσεις τα προσχήματα και να πεις τι θέλεις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πρόσχημ' — πρόσχημα , πρόσχημα that which is held before neut nom/voc/acc sg …
5προσχημάτων — πρόσχημα that which is held before neut gen pl …
6προσχήμασιν — πρόσχημα that which is held before neut dat pl …
7προσχήματα — πρόσχημα that which is held before neut nom/voc/acc pl …
8προσχήματι — πρόσχημα that which is held before neut dat sg …
9προσχήματος — πρόσχημα that which is held before neut gen sg …
10προσχηματικός — ή, ό, Ν [πρόσχημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόσχημα 2. αυτός που χρησιμεύει ως πρόσχημα. επίρρ... προσχηματικώς και προσχηματικά Ν ως πρόσχημα …