πρόσφορος
1πρόσφορος — serviceable masc/fem nom sg …
2πρόσφορος — η, ο / πρόσφορος, ον, ΝΜΑ [προσφέρω] 1. χρήσιμος, ωφέλιμος («τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ», Ηρόδ.) 2. αρμόδιος, κατάλληλος (α. «δεν είναι πρόσφορη η γη για καλλιέργεια καπνού» β. «τοῑς ἐμοῑσιν οὐχὶ πρόσφορον τρόποις φεύγειν τὰ δεινά», Ευρ.) 3. το ουδ.… …
3πρόσφορος — η, ο 1. αυτός που ταιριάζει σε κάτι, κατάλληλος, αρμόδιος, ωφέλιμος: Ο τόπος δεν είναι πρόσφορος για την ίδρυση του εργοστασίου. 2. το ουδ. ως ουσ., πρόσφορο βλ. προσφορά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4προσφορώτερον — πρόσφορος serviceable masc acc comp sg πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc comp sg πρόσφορος serviceable adverbial …
5ποτίφορον — πρόσφορος serviceable masc/fem acc sg πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc sg …
6προσφορώτατα — πρόσφορος serviceable adverbial superl πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc superl pl …
7προσφορώτατον — πρόσφορος serviceable masc acc superl sg πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc superl sg …
8προσφόρως — πρόσφορος serviceable adverbial πρόσφορος serviceable masc/fem acc pl (doric) …
9πρόσφορον — πρόσφορος serviceable masc/fem acc sg πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc sg …
10ποτίφορα — πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc pl …