πρόσκομμα
1πρόσκομμα — stumble neut nom/voc/acc sg …
2πρόσκομμα — όμματος, το, ΝΑ [προσκόπτω] 1. καθετί πάνω στο οποίο προσκρούει ή σκοντάφτει κανείς, εμπόδιο, κώλυμα (α. «η αντιπολίτευση προβάλλει προσκόμματα στο έργο τής κυβέρνησης» β. «καὶ οὐχ ὡς λίθου προσκόμματι συναντήσεσθε», ΠΔ.) αρχ. 1. εκκλ. αφορμή για …
3πρόσκομμα — το, ατος εμπόδιο, κώλυμα, πρόφαση: Κατά την υπογραφή του συμβολαίου ο ένας έφερε προσκόμματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4πρόσκομμ' — πρόσκομμα , πρόσκομμα stumble neut nom/voc/acc sg …
5προσκομμάτων — πρόσκομμα stumble neut gen pl …
6προσκόμμασι — πρόσκομμα stumble neut dat pl …
7προσκόμμασιν — πρόσκομμα stumble neut dat pl …
8προσκόμματα — πρόσκομμα stumble neut nom/voc/acc pl …
9προσκόμματι — πρόσκομμα stumble neut dat sg …
10προσκόμματος — πρόσκομμα stumble neut gen sg …