πρόλογος
1πρόλογος — prologue of a play masc nom sg …
2πρόλογος — ο, ΝΑ [προλέγω] 1. προεισαγωγικό μέρος βιβλίου ή λόγου, προοίμιο 2. το πριν από το πρώτο χορικό άσμα μέρος τού δράματος 3. (από τον Ευρ. και μετά) μονόλογος που περιέχει διήγηση σχετικών με την υπόθεση τού δράματος γεγονότων, ο οποίος χρησιμεύει… …
3πρόλογος — ο εισαγωγικό μέρος λόγου ή βιβλίου, προοίμιο, προεισαγωγή (αντίθ. επίλογος): Ο πρόλογος στις εκθέσεις των μαθητών δεν πρέπει να είναι μεγάλος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4προλόγοις — πρόλογος prologue of a play masc dat pl …
5προλόγοισι — πρόλογος prologue of a play masc dat pl (epic ionic aeolic) …
6προλόγου — πρόλογος prologue of a play masc gen sg …
7προλόγους — πρόλογος prologue of a play masc acc pl …
8προλόγων — πρόλογος prologue of a play masc gen pl …
9προλόγῳ — πρόλογος prologue of a play masc dat sg …
10πρόλογε — πρόλογος prologue of a play masc voc sg …