πρόβολος

  • 11κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων …

    Dictionary of Greek

  • 12λιμενοβραχίονας — ο 1. προβλήτα τού λιμανιού που έχει μορφή βραχίονα, κν. μώλος 2. εξωτερικό συνήθως τεχνικό λιμενικό έργο, πρόβολος για προφύλαξη λιμανιού από τα σφοδρά κύματα και για προστασία από τη διάβρωση που επέρχεται από αυτά, καθώς και για αποτροπή τής… …

    Dictionary of Greek

  • 13προβολάριος — ὁ, Α [πρόβολος] υπάλληλος ή υπηρέτης αγροτικού κτήματος …

    Dictionary of Greek

  • 14προβόλαιος — ον, Α 1. αυτός που έχει τοποθετηθεί μπροστά από κάποιον ή από κάτι («δούρατι δὲ προβολαίῳ ὑπ ἀσπίδι νῶτον ἔχοντα», Θεόκρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προβόλαιος όπλο που κατέληγε σε αιχμή, θηρευτικό δόρυ 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προβόλαιον μέσο άμυνας,… …

    Dictionary of Greek

  • 15προβόλιο — το / προβόλιον, ΝΑ [πρόβολος] τύπος λόγχης χρησιμοποιούμενης κατά το κυνήγι αγριοχοίρων αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «καλάθιον» …

    Dictionary of Greek

  • 16συμβόλαιος — αία, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβόλαιο, σε γραπτή συμφωνία για αναγνώριση οφειλής ή δανείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολος, ον + κατάλ. αιος (πρβλ. προβόλ αιος: πρόβολος)] …

    Dictionary of Greek

  • 17συστάτης — ο, ΝΑ καθεμιά από τις δοκούς τής στέγης οι οποίες αρχίζουν από τους παράλληλους τοίχους και συναντώνται στην κορυφή, αλλ. αμείβων νεοελλ. ναυτ. καθεμιά από τις κατακόρυφες δοκούς πάνω στις οποίες στηρίζεται ο πρόβολος ιστός αρχ. 1. διοργανωτής,… …

    Dictionary of Greek

  • 18προβόλωι — προβόλῳ , πρόβολος anything that projects masc dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)