πρόβειος
1πρόβειος — α, ο / πρόβειος, εία, ον, ΝΜΑ, και πρόβιος, α, ο, Ν, πρόβαιος, ον, Μ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, ο προβατήσιος 2. αυτός που προέρχεται από το πρόβατο («πρόβειο γιαούρτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πρόβ ειος / πρόβ ιος έχει σχηματιστεί… …
2πρόβειος — α, ο ο από πρόβατο, ο προβατίσιος: Πρόβειο γάλα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3μήλειος — (I) α, ο (Α μήλειος, ον, θηλ. και εία) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλιά ή προέρχεται από μηλιά («σπέρμασι μηλείοισι», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. ειος (πρβλ. κάπν ειος, σύκ ειος)]. (II) μήλειος, ον, θηλ. και εία (Α) αυτός που… …
4οίεος — οἴεος, έα, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο ή αυτός που προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄϊς «πρόβατο» + κατάλ. εος (πρβλ. ταύρ εος)] …
5οιάτειος — οἰάτειος, ον (Μ) πρόβειος («οἰάτειον κρέας» το κρέας τού προβάτου λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὄϊς «πρόβατο», κατά το προδάτειος] …
6πολύπορος — (polyporus. Γένος μυκήτων, από τους πιο αξιόλογους, μαζί με τους μύκητες των γενών φόμης, πολύστικτος (λευκόπορος και κοριόλος), τραμέτης, λενζίτης και φιστουλίνα (μύκητες βασιδιομύκητες), της οικογένειας των Πολυποριδών, από τους οποίους άλλοι… …
7προβάτινος — ίνη, ον, Α [πρόβατον] πρόβειος …
8προβατήσιος — α, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο ή αυτός που προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος («προβατήσιο γάλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κατάλ. ήσιος (πρβλ. σκυλ ήσιος)] …
9προβιά — και δ. γρφ. προβειά, η, Ν 1. δέρμα, δορά προβάτου είτε στη φυσική της κατάσταση είτε μετά από κατεργασία 2. (κατ επέκτ.) δέρμα ζώου, τομάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από θ. προβ τού αμάρτυρου αρχ. τ. ονομαστικής πρόβα(ν) τού πρόβατα + κατάλ …
10πρόβαιος — ον, Μ βλ. πρόβειος …
- 1
- 2