πρὸς τὰ καιόμενα

  • 1προσθέω — Α τρέχω προς κάποιον ή προς ένα μέρος (α. «προσθεῑ τῷ Κύρῳ», Ξεν. β. «προσθέω πρὸς τὰ καιόμενα», Πολύαιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θέω «τρέχω»] …

    Dictionary of Greek

  • 2μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …

    Dictionary of Greek

  • 3πυροσβεστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την κατάσβεση πυρκαγιάς περιορισμένης έκτασης. Χρησιμοποιούνται σήμερα π. σε διαφόρους τύπους και διαστάσεις, προσαρμοσμένοι για διάφορες συνθήκες περιβάλλοντος και για διαφορετικά καιόμενα υλικά. Η δράση τους, σε όλους τους …

    Dictionary of Greek