πρὸς τοῖς ἱεροῖς

  • 1μαίθη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καρδία πρὸς τοῑς ἱεροῑς» …

    Dictionary of Greek

  • 2бесѣдовати — БЕСѢД|ОВАТИ (360), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Беседовать, разговаривать, общаться: Ѥгда съ ст҃ыими бесѣдɤѥши. въпрашѩи ихъ о дɤховьнѣмь. ѥгда ли не съ тацѣми. то ты самъ дховьнѣ бесѣдоуи. (ὅταν... λαλεῖς) Изб 1076, 72; ѥгда же ли пакы кого слышааше… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 3MYSTERIUM — Graeca vox, paganis olim frequens, nec Scripturis Patribusque ignota. Origo nominis Hebraica, satar enim eccultare est: Mistar, aut Mister est res obscondita, secretum. Graeci Grammatici etymon varie explicant, Μυεῖν est arcanam doctrinam tradere …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 4πρόειμι — (I) Α [εἶμι] 1. προχωρώ, πορεύομαι προς τα εμπρός («κατὰ βραχὺ προϊὼν καὶ κείρων ἅμα τὴν γῆν», Θουκ.) 2. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ («προϊόντος... τοῡ χρόνου», Ηρόδ.) 3. (για αναγνώστη ή ομιλητή) εξακολουθώ, συνεχίζω («προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων» …

    Dictionary of Greek

  • 5TEMPLA — loca dicuntur publica, im Dei honorem erecta, eiusque cultui destinata. Alias Sacrae Aedes, Fana, Delubra, Basilicae, etc. quae tamen voces, rem accuratius pensiculanti, non unum idemque penitus designant. Clemens, cui Eusebius astipulatur, non… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 6μύηση — Τυπική ιεροτελεστία των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων, με την οποία γινόταν η εισαγωγή στα μυστήρια. Ο όρος υιοθετήθηκε από την εθνολογία για να προσδιορίσει διάφορες τελετές των πρωτόγονων λαών, που παρουσιάζουν πολυάριθμες αναλογίες με τη… …

    Dictionary of Greek