πρὸς τοὺς θρᾷκας

  • 1προσορώ — (I) άω Α [ὁρῶ] (το ενεργ. και μέσ.) βλέπω προς κάποιον ή κάτι, προσβλέπω («οὐδ αὐγὰς προσορῶν τέρπεται ἠελίου», Μίμν.). (II) έω, Α [πρόσορος] είμαι πρόσορος* με κάποιον, συνορεύω, γειτνιάζω («τοὺς προσοροῡντας τῇ Μακεδονίᾳ Θράκας», Πολ.) …

    Dictionary of Greek