πρὸς νυκτός
11εφέρπω — ἐφέρπω (Α) 1. έρπω πάνω σε κάτι 2. έρχομαι προς κάτι ή προς κάποιον κρυφά ή αργά («ἐπ ὄσσοισι νὺξ ἐφέρπει», Ευρ.) 3. έρχομαι («μήδ ἐφερπέτω νόσος», Αισχύλ.) 4. προχωρώ, επιτίθεμαι 5. (για χρόνο) έρχομαι («χρόνος ἐφέρπων», Πίνδ.) 6. επιγρ. φρ.… …
12οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …
13προελαύνω — ΝΜΑ [ἐλαύνω] (για στρατιωτικό τμήμα) προχωρώ γρήγορα προς τα εμπρός μσν. αρχ. προχωρώ έφιππος ή με άρμα γρήγορα προς τα εμπρός αρχ. 1. προχωρώ έφιππος μπροστά από κάποιον άλλο 2. παθ. προελαύνομαι (για χρόνο) προχωρώ, περνώ («ὡς δὲ πρόσω τῆς… …
14όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… …
15Эниан, Димитриос — Димитриос Эниан В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Эниан. Димитриос Эниан (греч …
16ANAPUS — Siciliae fluv. iuxta Syraco paludem exit. Vide de illo Ovid. Fab. 6. l. 5. Met. Hodie accolarum simplicitate, vulgati vocabulô Alfeo dictus. Eius meminit Theocritus Idyl. 1. Ο᾿ν γὰρ δὴ ποταμοῖο μεγαν ῥόον ἐίκετ᾿ Α᾿νάπω. Ovid. Ponticor. l. 2. eleg …
17PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… …
18βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… …
19καθοίκι — και καθίκι και καθήκι, το (Μ καθοίκιν) αγγείο για αφόδευση, δοχείο νυκτός, αγγείο, πάπια νεοελλ. (για πρόσ.) αισχρό άτομο, κάθαρμα, ανυπόληπτο πρόσωπο μσν. στον πληθ. τά καθοίκια τα οικιακά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καθοίκι < μσν. καθοίκιν <… …
20καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ …