πρὸς λόγου

  • 61μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… …

    Dictionary of Greek

  • 62περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… …

    Dictionary of Greek

  • 63συμπλοκή — η, ΝΜΑ [συμπλέκω] 1. σύγκρουση, σύρραξη μεταξύ αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη νύχτα οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι μετὰ τὴν συμπλοκὴν οὕτως ἔξω γενέσθαι τοῡ φρονεῑν», Πολύβ.) 2. συνδυασμός, σύνδεση όρων μιας πρότασης, κυρίως …

    Dictionary of Greek

  • 64ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… …

    Dictionary of Greek

  • 65Παρμενίδης — Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος από την Ελέα της νότιας Ιταλίας, ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της Ελεατικής σχολής. Ο χρονικογράφος Απολλόδωρος τοποθετεί την ακμή του περίπου το 504 500 π.Χ., αλλά πολλοί αμφισβητούν τη χρονολόγηση αυτή, που φαίνεται ότι… …

    Dictionary of Greek

  • 66σχήμα — το, ατος 1. μορφή, όψη κάποιου πράγματος: Μου αρέσει το σχήμα αυτού του βιβλίου. 2. «γεωμετρικό σχήμα», τρίγωνο, τετράγωνο, κύκλος κτλ. 3. «σχήμα λόγου», ιδιορρυθμία λόγου είτε ως προς τη γραμματική συμφωνία των όρων της πρότασης είτε ως προς τη… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 67ИУСТИН ФИЛОСОФ — [греч. ᾿Ιουστῖνος Θιλόσοφος] (кон. I нач. II в., г. Флавия Неаполь 165, Рим), мч. (пам. 1 июня), апологет, отец Церкви. Жизнь Мч. Иустин Философ. Роспись ц. свт. Николая мон ря Ставроникита, Афон. Мастера Феофан Критский и Симеон. 1546 г. Мч.… …

    Православная энциклопедия

  • 68κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …

    Dictionary of Greek

  • 69Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …

    Dictionary of Greek

  • 70ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… …

    Православная энциклопедия