πρὶν ὥρας

  • 21σαμποτάζ — Ο όρος προέρχεται από τη γαλλική λέξη sabotage που έχει γίνει διεθνής και αποδίνεται στα ελληνικά με τον όρο «δολιοφθορά». Στην αρχή ο όρος σήμαινε την καταστροφή ή τη βλάβη που προξενούσαν οι απεργοί (εργάτες βιομηχανίας) για να εμποδίσουν τη… …

    Dictionary of Greek

  • 22συγκλείω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [κλείω / κλῄω] κλείνω μαζί αρχ. 1. κλείνω μέσα, περικλείω («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στήθος», Αριστοτ.) 2. περιλαμβάνω («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», Πλούτ.) 3. αποκλείω, φράζω («[ἡ πολεμία] ξυνέκληε …

    Dictionary of Greek

  • 23τρισάωρος — ον, Α αυτός που πέθανε πολύ πριν τής ώρας του, πάρα πολύ νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ /τρι * + ἄωρος (Ι) «ἄγουρος, άκαιρος» (< ὥρα)] …

    Dictionary of Greek

  • 24Μουσείο, Αρχαιολογικό Μαραθώνος — Βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού Αγριελίκι, πολύ κοντά στο νεκροταφείο του Βρανά (Πλαταιών 114, Μαραθώνας). Aνεγέρθηκε με δαπάνη του επιχειρηματία Ευγένιου Παναγόπουλου και εγκαινιάστηκε το 1975. Η συλλογή περιλαμβάνει σημαντικά εκθέματα από… …

    Dictionary of Greek

  • 25Τσεσμέ — Πόλη της Μικράς Ασίας στη χερσόνησο της Ερυθραίας (12.000 κάτ.). Πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή η πόλη λεγόταν από τους Έλληνες Κρήνη. Είναι χτισμένη σε μια παραθαλάσσια πεδιάδα και σε απόσταση 70 χλμ. από τη Σμύρνη. Οι περισσότεροι κάτοικοί …

    Dictionary of Greek