πράως

  • 11πραέως — και ιων. τ. πρηέως Α (ασυναίρ. τ.) βλ. πράως …

    Dictionary of Greek

  • 12πραόνως — Α επίρρ. με πραότητα, πράως. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πραόνως, κατά μία άποψη έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο επί θ. *πραόνους (< πρᾶος + νοῦς), ενώ κατ άλλους από το επίθ. πρᾶος, αναλογικά προς το επίρρ. εὐδαιμόνως (< εὐδαίμων, ονος). Παρ όλα αυτά …

    Dictionary of Greek

  • 13στιβαρός — ή, ό/ στιβαρός, ά, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει σφιχτά, μυώδη και ισχυρά μέλη, ρωμαλέος, δυνατός (α. «τόν άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τόν σήκωσε σαν φτερό» β. «στιβαροὶ βραχίονες», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. συμπαγής, συμπυκνωμένος 2. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 14ՀԱՆԴԱՐՏԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0040 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 11c մ. πράως leniter. Հանդարտաբար. մեղմով. հեզութեամբ. *Յորժամ ʼի չարէն առողջանայցեն եւ զիջանիցին, յայնժամ հանդարտապէս զմխիթարութենէն բուռն հարկանել: Բրս. յուդիտ.: *Խոնարհաբար, եւ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 15ՀԵԶԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0079 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 10c, 12c, 14c մ. πρᾴως, πρᾳέως mansuete, leniter ἑπιεικῶς benigne. Հեզութեամբ. հանդարտութեամբ. մեղմով. խաղաղիկ. ... *Հեզաբար ուսանել, կամ կոչել, գնալ, տալ պատասխանի, խոստովանել. Դիոն.:… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)