πρώϊος
1πρώιος — early masc nom sg …
2πρώϊος — ΐα, ον, και αττ. τ. πρῷος, α, ον, Α [πρωΐ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωί ή αυτός που γίνεται κατά το πρωί, ο πρωινός 2. αυτός που γίνεται κατά την αρχή μιας χρονικής περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ νωρίς, ο πρώιμος (α. «[ὁ στρατὸς]… …
3πρῶιος — πρῷος , πρώιος early masc nom sg (attic) …
4Πρώιος, Δωρόθεος — (Χίος 1765; – Μέγα Ρεύμα Βοσπόρου 1821). Λόγιος μητροπολίτης Aδριανουπόλεως και σχολάρχης της πατριαρχικής σχολής Κωνσταντινούπολης. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδα του και στην Πατμιάδα, παρακολούθησε πανεπιστημιακά, μαθήματα φιλοσοφίας… …
5πρῴων — πρώιος early fem gen pl πρώιος early masc/neut gen pl πρῴ̱ων , πρώιος early fem gen pl (attic) πρῴ̱ων , πρώιος early masc/neut gen pl (attic) …
6πρώια — πρώιος early neut nom/voc/acc pl πρῴ̱ᾱ , πρώιος early fem nom/voc/acc dual (attic) πρῴ̱ᾱ , πρώιος early fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
7πρωίω — πρώιος early masc/neut nom/voc/acc dual πρώιος early masc/neut gen sg (doric aeolic) …
8πρωίων — πρώιος early fem gen pl πρώιος early masc/neut gen pl …
9πρῴην — πρώιος early fem acc sg (attic epic ionic) πρῴ̱ην , πρώιος early fem acc sg (attic epic ionic) …
10πρῷον — πρώιος early masc acc sg πρώιος early neut nom/voc/acc sg …