πρώων
1πρώων — πρών foreland masc nom/voc sg (epic) πρώων masc nom/voc sg …
2πρώων — ονος, ὁ, Α (επικ. εκτεταμένος τ.) βλ. πρών …
3πρῴων — πρώιος early fem gen pl πρώιος early masc/neut gen pl πρῴ̱ων , πρώιος early fem gen pl (attic) πρῴ̱ων , πρώιος early masc/neut gen pl (attic) …
4πρών — (I) ῶνος και ωνός και επικ. εκτεταμένος τ. πρώων και επικ. ασυναίρ. τ. πρηών, ῶνος και ποιητ. τ. πρεών, όνος, ὁ, Α 1. το προεξέχον τμήμα γης ή όρους και, ιδίως, λόφος που προεκτείνεται προς τη θάλασσα, ακρωτήριο 2. φρ. «Δελφὸς πρών» ο Παρνασσός.… …
5πρώονας — πρών foreland masc acc pl (epic) πρώων masc acc pl …
6πρώονες — πρών foreland masc nom/voc pl (epic) πρώων masc nom/voc pl …
7πρώονι — πρών foreland masc dat sg (epic) πρώων masc dat sg …
8πρώονος — πρών foreland masc gen sg (epic) πρώων masc gen sg …
9πρώοσι — πρών foreland masc dat pl (epic) πρώων masc dat pl …