πρώτιστον

  • 1πρώτιστον — πρώτιστος the very first masc acc sg πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc sg πρώτιστος the very first masc/fem acc sg πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πρώτιστος — η, ο / πρώτιστος, ίστη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, και δωρ. τ. πράτιστος, ίστη, ον Α (ως υπερθετικό τού πρώτος) 1. ο πρώτος ανάμεσα σε όλους, ο πρώτος πρώτος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρώτιστα κυρίως, πρώτα πρώτα νεοελλ. 1. συνεκδ. κυριότατος, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 3ЕВДОКСИЙ — [греч. Εὐδόξιος] († 370/1, Никея), еп. Германикийский (после 327 357), Антиохийский (358 30 сент. 359), К польский (27 янв. 360 370/1), один из ересиархов арианства. По утверждению Филосторгия, Е. происходил из г. Арабис в М. Армении (Philost.… …

    Православная энциклопедия