πρώτισθ
1πρώτισθ' — πρώτιστα , πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc pl πρώτιστα , πρώτιστος the very first neut nom/voc/acc pl πρώτιστε , πρώτιστος the very first masc voc sg πρώτιστε , πρώτιστος the very first masc/fem voc sg πρώτισται , πρώτιστος the very… …