πρύμνα)

  • 21οίκαδε — (ΑΜ οἴκαδε, Α δωρ. τ. οἴκαδις και σε επιγρ. Fοίκαδε) επίρρ. προς το σπίτι ή προς την πατρίδα («οἴκαδέ τ ἐλθέμεν καὶ νόστιμον ἦμαρ ἰδέσθαι», Ομ. Ιλ.) αρχ. στο σπίτι, στην πατρίδα («ἵνα ἧττον τὰ οἴκαδε ποθοίη», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴκα, αιτ. πληθ …

    Dictionary of Greek

  • 22πρύμναδε — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) προς την πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη / πρύμνα + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε, μάχην δε)] …

    Dictionary of Greek

  • 23πρύμνηθεν — ΝΑ, και δωρ. τ. πρύμναθεν Α επίρρ. από την πρύμνη, από το πίσω μέρος τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη / πρύμνα + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μυχό θεν, ποντό θεν)] …

    Dictionary of Greek

  • 24φερνή — η, ΝΑ, και δωρ. τ. φερνά και αιολ. τ. φέρενα Α ό,τι φέρνει μαζί της μία γυναίκα που παντρεύεται, προίκα αρχ. 1. (μόνον ο τ. φερνά) το μέρος τής θυσίας που προορίζεται για τον θεό 2. στον πληθ. αἱ φερναί α) νυφικά δώρα β) προίκα που αποτελείται… …

    Dictionary of Greek