πρό τινος

  • 11τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 12NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 13προκαταγιγνώσκω — και προκαταγινώσκω Α 1. προδικάζω ή καταδικάζω εκ τών προτέρων με προσωπική απόφαση, πριν να ακούσω την κατηγορία ή την απολογία 2. φρ. α) «προκαταγιγνώσκω τινὸς φόνον» αποφασίζω εκ τών προτέρων εναντίον κάποιου ότι είναι φονιάς β)… …

    Dictionary of Greek

  • 14χρεία — η, ΝΜΑ, και χρειά Ν, και ιων. τ. χρείη και αιολ. τ. χρήα και χρέα και κρητ. τ. χρηΐα Α 1. ανάγκη, επιτακτικός λόγος (α. «αν η χρεία τό καλέσει» αν παραστεί ανάγκη β. «καὶ μὴ χρείᾳ πολεμῶμεν», Σοφ.) 2. στέρηση, έλλειψη, ένδεια, φτώχεια (α. «δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 15Gaudeamus igitur — (lateinisch für Lasst uns also fröhlich sein!), auch bekannt unter dem Titel De brevitate vitae (lat. für Über die Kürze des Lebens), ist ein Studentenlied mit lateinischem Text und gilt als das berühmteste traditionelle Studentenlied der… …

    Deutsch Wikipedia

  • 16CERVA Aurorae — Hebr. Gap desc: Hebrew, in titulô Psalmi 22. Praecentori super cervam Aurorae, nonnullis Magistrorum veterum est Stella matutina, sue Lucifer; aliis Esthera; quibusdam Synagoga Israelis: Aben Ezra asserit id esse initium Poematis amatoriô stylô… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 17κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… …

    Dictionary of Greek

  • 18πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… …

    Dictionary of Greek

  • 19προεγχειρώ — έω, Α 1. επιχειρώ κάτι προτού έλθει η ώρα του, ενεργώ πρόωρα («προεγχειρῆσαι παρὰ τὴν ἑαυτοῡ γνώμην», Πολ.) 2. δοκιμάζω, εξετάζω κάποιον ή κάτι προηγουμένως («τὰ περί τινος προεγχειρημένα», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγχειρῶ «επιχειρώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 20προλοχίζω — Α 1. στήνω ενέδρα εκ τών προτέρων («καὶ τὰς προλελοχισμένας ἐνέδρας διεφθείροντο», Θουκ.) 2. τοποθετώ άνδρες σε ενέδρα προηγουμένως 3. περικυκλώνω με ενέδρα και καταλαμβάνω ένα μέρος («πέμπει... τοῡ στρατοῡ μέρος τι τὰς ὁδοὺς προλοχιοῡντας», Θουκ …

    Dictionary of Greek