πρόσφατος
1πρόσφατος — fresh masc/fem nom sg …
2πρόσφατος — η, ο / πρόσφατος, ον, ΝΑ 1. (για γεγονός, πράξη, κατάσταση) αυτός που συνέβη πριν από λίγο, τελευταία (α. «στις πρόσφατες εκλογές δεν σημειώθηκε κανένα έκτροπο» β. «προσφάτους... εὐεργεσίας», Πολ.) 2. καινούργιος, νέος (α. «οι πληγές είναι… …
3πρόσφατος — η, ο ο νέος, ο φρέσκος, αυτός που έγινε πριν από λίγο, ο νωπός: Τα πρόσφατα γεγονότα μας λύπησαν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4προσφατώτατα — πρόσφατος fresh adverbial superl πρόσφατος fresh neut nom/voc/acc superl pl …
5προσφατώτατον — πρόσφατος fresh masc acc superl sg πρόσφατος fresh neut nom/voc/acc superl sg …
6προσφάτως — πρόσφατος fresh adverbial πρόσφατος fresh masc/fem acc pl (doric) …
7πρόσφατον — πρόσφατος fresh masc/fem acc sg πρόσφατος fresh neut nom/voc/acc sg πρόσφημι speak to pres imperat act 2nd dual πρόσφημι speak to pres ind act 2nd dual πρόσφημι speak to pres ind act 3rd dual πρόσφημι speak to imperf ind act 2nd dual (homeric… …
8προσφατώτερος — πρόσφατος fresh masc nom comp sg …
9προσφάτοις — πρόσφατος fresh masc/fem/neut dat pl …
10προσφάτου — πρόσφατος fresh masc/fem/neut gen sg …