πρόσφατος
81νωπός — ή, ό 1. για τρόφιμα, φρέσκος: Νωπό κρέας. – Nωπό βούτυρο. 2. για καρπούς και άνθη, αυτός που μόλις κόπηκε, ο φρεσκοκομμένος. 3. ο πρόσφατος, αυτός που είναι ακόμη υγρός: Νωπός, ακόμα ο τάφος του άντρα της και το ριξε στο γλέντι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
82οξύς — ( έος), εία, ύ 1. αυτός που καταλήγει σε αιχμηρό άκρο, αλλ. μυτερός, σουβλερός: Οξύ βέλος, εργαλείο. 2. για όργανο που κόβει, ο κοφτερός: Οξύ μαχαίρι, ξυράφι κτλ. 3. μτφ., διαπεραστικός, λεπτός: Οξύ βλέμμα, οξεία κραυγή. 4. έντονος, ζωηρός:… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
83φρέσκος, -η — και ια, ο (λ. ιταλ.) 1. πρόσφατος, νωπός, της ώρας: Φρέσκα ψάρια. 2. δροσερός, δροσάτος, ευχάριστα ψυχρός: Φρέσκο δέρμα. – Φρέσκο αεράκι. 3. μτφ., ζωηρός, ακμαίος, ευδιάθετος, κεφάτος: Ήρθε το πρωί φρέσκος φρέσκος. 4. το ουδ. ως ουσ., φρέσκο (βλ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
84χθεσινός — χθεσινός, ή, ό και χτεσινός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χτεσινή ημέρα, αυτός που έγινε χτες: Αυτό το φαΐ είναι χθεσινό. 2. πρόσφατος, του τελευταίου καιρού: Αυτό είναι χτεσινό παιδί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
85προσφατωτέραν — προσφατωτέρᾱν , πρόσφατος fresh fem acc comp sg (attic doric aeolic) …