πρόσφατος

  • 31ένοδμος — ἔνοδμος, ον (Α) [οδμή] αυτός που έχει τη συνηθισμένη του οσμή, πρόσφατος, φρέσκος …

    Dictionary of Greek

  • 32ήνις — ἤνις, ιος, ἡ (Α) (επίθ. για αγελάδα) πιθ. αυτή που είναι ηλικίας ενός έτους («βροῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ἔνος «παλιότερος πρόσφατος», που απαντά στο ἐνι αυτός. Το ι τής λ. αμφισβητείται αν είναι μακρό ή… …

    Dictionary of Greek

  • 33αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …

    Dictionary of Greek

  • 34ανέγκαιρος — (I) η, ο 1. πρόσφατος 2. αχρησιμοποίητος, καινούργιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + έγκαιρος]. (II) η, ο [έγκαιρος] 1. αυτός που δεν έγινε έγκαιρα 2. αυτός που άργησε να φθάσει, καθυστερημένος …

    Dictionary of Greek

  • 35αρτιζυγία — ἀρτιζυγία, η (Α) η σύζευξη που έγινε πριν από λίγο, ο πρόσφατος γάμος …

    Dictionary of Greek

  • 36ατριβής — ἀτριβής, ές (AM) 1. αυτός που δεν έχει υποστεί τριβή 2. (για τόπους) δίχως «τρίβον», αδιάβατος 3. (για δρόμους) αυτός που δεν χρησιμοποιείται πολύ, απάτητος 4. αμεταχείριστος, πρόσφατος 5. (για τον τράχηλο ζώου) που δεν φέρει ζυγό 6. μη… …

    Dictionary of Greek

  • 37βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …

    Dictionary of Greek

  • 38επίσφατος — ἐπίσφατος, ον (AM) μσν. ολέθριος αρχ. διαβόητος, δυσφημημένος, με κακό όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φατός (< φημί «λέγω, μιλώ»). Το σ αναλογικό κατά τα θέσφατος, πρόσφατος] …

    Dictionary of Greek

  • 39ερσήεις — ἑρσήεις, εσσα, εν και επικ. τ. ἐερσήεις, εσσα, εν και δωρ. ἑρσάεις, εσσα, εν (Α) [έρση] 1. δροσερός, ολόδρομος («ἑρσήεις λειμών») 2. (για πτώμα) αυτός που μόλις πέθανε, αυτός που δεν έχει υποστεί ακόμη σήψη, ο νωπός, ο πρόσφατος …

    Dictionary of Greek

  • 40ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …

    Dictionary of Greek