πρόσφατος

  • 21χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… …

    Dictionary of Greek

  • 22Feta — Infobox Cheese name = Feta othernames = country = Greece regiontown = N/A region = town = source = Sheep (≥70%) and goat per PDO; similar cheeses may contain cow or buffalo milk pasteurised = Depends on variety texture = Depends on variety fat =… …

    Wikipedia

  • 23Feta — Pays d’origine Grèce Région, ville Dans toute la Grèce, mais surtout en Epire Lait de Chèvre et Brebis …

    Wikipédia en Français

  • 24Féta — Feta Feta Pays d’origine Grèce Région, ville Dans toute la Grèce, mais surtout en Epire Lait de Chèvre et Brebis Pâte Appellation, depuis …

    Wikipédia en Français

  • 25Румынский язык — Самоназвание: Limba română [limba ro’mɨnə] Страны: Румыния, Молдавия, Сербия …

    Википедия

  • 26секратый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (πρόσφατος) сейчас появившийся, недавний (Втор. 32, 17) …

    Словарь церковнославянского языка

  • 27άγχιστος — ἄγχιστος, ον (Α) (υπερθ. τού ἄγχι*) 1. (για τόπο) πολύ κοντινός, πλησιέστατος 2. (για χρόνο) πρόσφατος, τελευταίος 3. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἄγχιστοι οι στενοί συγγενείς 4. (ο εν. ή πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὸ ἄγχιστον ή τὰ ἄγχιστα α) πολύ κοντά …

    Dictionary of Greek

  • 28έγκαιρος — η, ο (AM ἔγκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο, επίκαιρος 2. αρμόδιος, κατάλληλος μσν. νεοελλ. (για καρπούς) 1. ώριμος, γινωμένος 2. φρέσκος («έγκαιρο σταφύλι») 3. πρόσφατος …

    Dictionary of Greek

  • 29έγχρονος — ἔγχρονος, ον (AM) πρόσκαιρος, αυτός που διαρκεί λίγο καιρό αρχ. πρόσφατος …

    Dictionary of Greek

  • 30έναιμος — η, ο(ν) (AM ἔναιμος, ον) αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος αίμα («ἔναιμον καὶ πυκνὸν οἷον ἧπαρ», Ιππ.) αρχ. 1. (για τραύμα) ματωμένος, που τρέχει αίμα 2. αυτός που μοιάζει στο χρώμα με αίμα, αιματώδης 3. νέος, πρόσφατος («χλωρὰ καὶ ἔναιμα… …

    Dictionary of Greek