Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πρόστυχος

См. также в других словарях:

  • πρόστυχος — η, ο 1. για ανθρώπους και πράξεις, τιποτένιος, χυδαίος: Είναι πρόστυχος άνθρωπος. 2. για γυναίκα, η πόρνη: Γέμισε η πόλη από πρόστυχες. 3. για πράγμα, κακής ποιότητας: Πρόστυχο ύφασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόστυχος — η, ο, Ν 1. (για πρόσωπο ή πράξη) χυδαίος, τιποτένιος, χαμερπής («πρόστυχο φέρσιμο») 2. (για εμπόρευμα) κακής ποιότητας, ευτελής 3. το θηλ. ως ουσ. η πρόστυχη πόρνη, πουτάνα. επίρρ... πρόστυχα Ν κατά τρόπο πρόστυχο («μιλάει πρόστυχα»). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… …   Dictionary of Greek

  • προστυχάνθρωπος — ο, Ν πρόστυχος άνθρωπος, προστυχόμουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + άνθρωπος] …   Dictionary of Greek

  • προστυχάντζα — η, Ν 1. πρόστυχος άνθρωπος 2. πρόστυχο, κακής ποιότητας εμπόρευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + κατάλ. άντζα (< ιταλ. κατάλ. anza), πρβλ. μπροστ άντζα] …   Dictionary of Greek

  • προστυχεύω — και προστυχαίνω Ν [πρόστυχος] 1. μτφ. α) καθιστώ κάτι πρόστυχο, εκχυδαΐζω β) χαλώ την ποιότητα ενός πράγματος («τον τελευταίο καιρό άρχισε να προστυχαίνει τα πράγματά του») 2. (αμτβ.) α) γίνομαι πρόστυχος β) (για ποιότητα) χειροτερεύω …   Dictionary of Greek

  • άδοξος — η, ο (Α ἄδοξος, ον) αυτός που δεν έχει καλή δόξα, αναγνώριση και υπόληψη, αφανής, άσημος αρχ. 1. πρόστυχος, αισχρός, ατιμωτικός 2. απίθανος, απροσδόκητος 3. (για τους ευνούχους) αξιοκαταφρόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δόξα. ΠΑΡ. αρχ. ἀδοξία,… …   Dictionary of Greek

  • άσεμνος — η, ο (AM ἄσεμνος, ον) αυτός που δεν είναι σεμνός, ο απρεπής, ο πρόστυχος αρχ. ο ανάξιος σεβασμού …   Dictionary of Greek

  • αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • αγενικός — ή, ό [αγενής] 1. αγενής, βάναυσος, πρόστυχος 2. πλεονέκτης 3. λαίμαργος, αδηφάγος …   Dictionary of Greek

  • αγεννής — ἀγενής, ές (Α) 1. ο ταπεινής καταγωγής 2. ευτελής, πρόστυχος, χυδαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γέννα. ΠΑΡ. αρχ. ἀγέννεια] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»