-
1 πρόστυχος
[простихос] επ. низкий, подлый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρόστυχος
-
2 пошлый
επ., βρ: пошл, пошла, пошло.1. πρόστυχος, ελεεινός, ποταπός, τιποτένιος, ευτελής•пошлый человек πρόστυχος άνθρωπος•
-ая среда ελεεινό (άθλιο) περιβάλλον.
2. βλ. банальный. -
3 вульгарный
вульгарн||ыйприл1. (пошлый) πρόστυχος, φτηνός·2. (грубый) χυδαίος, χοντρός, ἀγροίκος·3. (упрощенный) ἀγοραίος, ἀπλοποιημένος· ◊ \вульгарныйая латынь ἡ χυδαία λατινική. -
4 гнусный
гну́сн||ыйприл ἄτιμος, αίσχρός, πρόστυχος/ ποταπός (низкий). -
5 непристойный
непристойн||ыйприл αίσχρός, πρόστυχος, ἄσεμνος, ἄκοσμος. -
6 нечистоплотный
нечистоплотныйприл1. ἀκάθαρτος, ρυπαρός, βρώμικος, βρωμερός·2. перен αίσχρός, πρόστυχος. -
7 низкий
ни́зк||ийприл1. (невысокий) χαμηλός:\низкийая изгородь ὁ χαμηλός φράχτης· \низкийого роста κοντός, κοντού ἀναστήματος· \низкийие цены οἱ χαμηλές τιμές· продавать по \низкийой цене πουλώ φτηνά· \низкийая темпе-рату́ра ἡ χαμηλή θερμοκρασία· \низкийая зар-пли́та τό χαμηλό μεροκάματο· \низкийая квалификация ἡ ἀνεπαρκής είδίκευση· \низкийого качества κακής ποιότητος' \низкийое давление мед. ἡ χαμηλή πίεση, ἡ ὑποτονία·2. (о звуке) χαμηλός, βαθύς, μπάσος·3. (подлый) χαμερπής, πρόστυχος, ποταπός:\низкий поступок ἡ ἀτιμία· <> \низкий поклон ἡ ἐδαφιαία ὑπόκλισις· \низкийая вода τά ρηχά νερά. -
8 низменный
ни́зменн||ыйприл1. геогр. πεδινός, καμπήσιος, βαθύπεδας·2. (подлый) χαμερπής, ποταπός, πρόστυχος:\низменныйые побуждения τά χαμερπή κίνητρα. -
9 подлый
по́дл||ыйприл ἄτιμος, πρόστυχος, ποταπός. -
10 пошлый
пошл||ыйприл χυδαίος, πρόστυχος, φτηνός, τετριμμένος. -
11 гнусный
επ., βρ: -сен, -сна, -сноελεεινός, άθλιος, απεχθείς, αποκρουστικός. || πρόστυχος, αχρείος. -
12 дрянь
и θ.1. αθρσ. παλιοπράγματα, ακαθαρσίες, βρώμες. || μτφ. ανοησίες, κουταμάρες, μωρολογίες•сущая дрянь ανοησίες πέρα για πέρα.
2. ως κατήγ. (απλ.) είναι κακός, άσχημος, παλιό...• погода дрянь παλιόκαιρος•дело - βρωμοδουλειά, παλιοδουλειά.
|| (για άνθρωπο) τιποτένιος, ποταπός, πρόστυχος•такая дрянь τέτοιος παλιάνθρωπος.
-
13 душонка
-и θ.ψυχή (με αρνητ. σημ») дрянная душонка ελεεινή ψυχή•гадкая душонка πρόστυχη ψυχή (πρόστυχος άνθρωπος)•
мелкая душонка μικρόψυχος.
-
14 исподличаться
-аюсь, -аешьсяρ.σ. γίνομαι (καταντώ) παλιάνθρωπος, πρόστυχος. -
15 каналья
-и, γεν. πλθ. -лий, δοτ. -льям κ. θ.κανάγιας, αχρείος, πρόστυχος μασκαράς. -
16 низкий
επ., βρ: -зон, -зка, -зко; ниже; низший κ. нижайший.1. χαμηλός• μικρός•низкий дом χαμηλό σπίτι (χαμόσπιτο)•
низкий каблук μικρό τακούνι•
низкий рост μικρό ανάστημα•
-ое давление пара χαμηλή πίεση του ατμού•
низкий уровень развития χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης.
2. κατώτερος•ситец -ого качества τσιτάκι κατώτερης ποιότητας.
|| μη αναπτυγμένος, καθυστερημένος•-ая культура μη αναπτυγμένος πολιτισμός.
3. (απλ.) απλός, συνηθισμένος.4. άτιμος, πρόστυχος, χαμερπής, ποταπός.5. ευτελούς καταγωγής• κατώτερος•-ое сословие κατώτερο κοινωνικό στρώμα•
-ое звание κατώτερος βαθμός.
6. παλ. περιφρ. απλός, λαϊκός.7. (για ήχο, φωνή) χαμηλός, βαθύς, μπάσος.εκφρ.низкий лоб – μικρό (στενό) μέτωπο•поклон – εδαφιαία υπόκλιση. -
17 низменный
επ., βρ: -мен, -менна, -меню;1. βαθύπεδος• χαμηλός• πεδινός•-ая местность χαμηλή τοποθεσία.
2. μτφ. χαμερπής, ευτελής, ποταπός, ελεεινός• πρόστυχος•-ые желания χαμαιζηλίες•
-ая душа κολασμένη ψυχή•
-ые побуждения ευτελή κίνητρα.
3. ασήμαντος, μηδαμηνός. -
18 оподлеть
ρ.σ. γίνομαι πρόστυχος, αχρείος. -
19 оподлить
-
20 поганец
-нца α. (απλ., υ βρ:) παλιάνθρωπος, πρόστυχος, παλιοτόμαρο, κάθαρμα, μαγάρας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρόστυχος — η, ο 1. για ανθρώπους και πράξεις, τιποτένιος, χυδαίος: Είναι πρόστυχος άνθρωπος. 2. για γυναίκα, η πόρνη: Γέμισε η πόλη από πρόστυχες. 3. για πράγμα, κακής ποιότητας: Πρόστυχο ύφασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόστυχος — η, ο, Ν 1. (για πρόσωπο ή πράξη) χυδαίος, τιποτένιος, χαμερπής («πρόστυχο φέρσιμο») 2. (για εμπόρευμα) κακής ποιότητας, ευτελής 3. το θηλ. ως ουσ. η πρόστυχη πόρνη, πουτάνα. επίρρ... πρόστυχα Ν κατά τρόπο πρόστυχο («μιλάει πρόστυχα»). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… … Dictionary of Greek
προστυχάνθρωπος — ο, Ν πρόστυχος άνθρωπος, προστυχόμουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + άνθρωπος] … Dictionary of Greek
προστυχάντζα — η, Ν 1. πρόστυχος άνθρωπος 2. πρόστυχο, κακής ποιότητας εμπόρευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + κατάλ. άντζα (< ιταλ. κατάλ. anza), πρβλ. μπροστ άντζα] … Dictionary of Greek
προστυχεύω — και προστυχαίνω Ν [πρόστυχος] 1. μτφ. α) καθιστώ κάτι πρόστυχο, εκχυδαΐζω β) χαλώ την ποιότητα ενός πράγματος («τον τελευταίο καιρό άρχισε να προστυχαίνει τα πράγματά του») 2. (αμτβ.) α) γίνομαι πρόστυχος β) (για ποιότητα) χειροτερεύω … Dictionary of Greek
άδοξος — η, ο (Α ἄδοξος, ον) αυτός που δεν έχει καλή δόξα, αναγνώριση και υπόληψη, αφανής, άσημος αρχ. 1. πρόστυχος, αισχρός, ατιμωτικός 2. απίθανος, απροσδόκητος 3. (για τους ευνούχους) αξιοκαταφρόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δόξα. ΠΑΡ. αρχ. ἀδοξία,… … Dictionary of Greek
άσεμνος — η, ο (AM ἄσεμνος, ον) αυτός που δεν είναι σεμνός, ο απρεπής, ο πρόστυχος αρχ. ο ανάξιος σεβασμού … Dictionary of Greek
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
αγενικός — ή, ό [αγενής] 1. αγενής, βάναυσος, πρόστυχος 2. πλεονέκτης 3. λαίμαργος, αδηφάγος … Dictionary of Greek
αγεννής — ἀγενής, ές (Α) 1. ο ταπεινής καταγωγής 2. ευτελής, πρόστυχος, χυδαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γέννα. ΠΑΡ. αρχ. ἀγέννεια] … Dictionary of Greek