πρόσταγμα
1πρόσταγμα — ordinance neut nom/voc/acc sg …
2πρόσταγμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίταγμα Α [προστάσσω] το αποτέλεσμα τού προστάζω, προσταγή («οὐκοῡν καὶ τοῡτο αὖ ἄλλο πρόσταγμα τοῑς φύλαξι προστάζομεν», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «έχω το πρόσταγμα» α) στρ. έχω τη διοίκηση στρατευμάτων σε επίσημη τελετή β) μτφ.… …
3πρόσταγμ' — πρόσταγμα , πρόσταγμα ordinance neut nom/voc/acc sg …
4προσταγμάτων — πρόσταγμα ordinance neut gen pl …
5προστάγμασι — πρόσταγμα ordinance neut dat pl …
6προστάγμασιν — πρόσταγμα ordinance neut dat pl …
7προστάγματα — πρόσταγμα ordinance neut nom/voc/acc pl …
8προστάγματι — πρόσταγμα ordinance neut dat sg …
9προστάγματος — πρόσταγμα ordinance neut gen sg …
10άλα — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… …