πρόσσω
1πρόσσω — pres subj act 1st sg πρόσσω pres ind act 1st sg πρόσω forwards indeclform (adverb) …
2πρόσσω — Α (ποιητ. τ.) επίρρ. βλ. πρόσω …
3πρόσσοντα — πρόσσω pres part act neut nom/voc/acc pl πρόσσω pres part act masc acc sg …
4πρόσσουσα — πρόσσω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …
5πρόχθης — πρόσσω aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …
6κατακύπτω — (Α) 1. σκύβω προς τα κάτω («πρόσσω γὰρ κατέκυψε», Ομ. Ιλ.) 2. κοιτάζω προς τα κάτω 3. στρέφω τα μάτια στο έδαφος από ντροπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κύπτω «σκύβω»] …
7πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… …
8πρόσω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω… …
9τιτύσκομαι — στους Αλεξανδρινούς συγγραφείς και ενεργ. τιτύσκω, Α (επικ. τ.) 1. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο Θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ. β. «νίκαν Ἱέρωνι τιτύσκων», Βακχ.) 2. μέσ. α) σημαδεύω και χτυπώ με επιτυχία β) (για… …