πρόσρημα
1πρόσρημα — address neut nom/voc/acc sg …
2πρόσρημα — ήματος, τὸ, Α [προσλέγω] 1. καθετί που απευθύνεται σε κάποιον ως προσφώνηση, ως προσαγόρευση, ως χαιρετισμός («οὐκ ὀρθοῡ ὄντας τοῡ προσρήματος, τοῡ χαίρειν», Πλατ.) 2. ονομασία, επίκληση …
3προσρημάτων — πρόσρημα address neut gen pl …
4προσρήμασι — πρόσρημα address neut dat pl …
5προσρήμασιν — πρόσρημα address neut dat pl …
6προσρήματα — πρόσρημα address neut nom/voc/acc pl …
7προσρήματι — πρόσρημα address neut dat sg …
8προσρήματος — πρόσρημα address neut gen sg …