πρός-θεμα

  • 91ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… …

    Dictionary of Greek

  • 92γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 93πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… …

    Dictionary of Greek

  • 94Αδριανός — I (Publius Aelius Hadrianus, Ιτάλικα, Ισπανία 76 – Ρώμη 138 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (117 38 μ.Χ.). Γεννήθηκε από Ρωμαίους γονείς, αλλά έμεινε ορφανός σε νεαρή ηλικία. Τον πήρε τότε υπό την κηδεμονία του ο αυτοκράτορας Τραϊανός, τον οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 95Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …

    Dictionary of Greek

  • 96Λούθηρος, Μαρτίνος — (Martin Luther, Άισλεμπεν 1483 – 1546). Γερμανός θεολόγος. Καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ανατράφηκε με τον συνήθη, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, τρόπο, όπου κυριαρχούσαν η πειθαρχία και η ευσέβεια. Διεξήγαγε τις εγκύκλιες σπουδές του …

    Dictionary of Greek

  • 97-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… …

    Dictionary of Greek

  • 98γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …

    Dictionary of Greek

  • 99κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας …

    Dictionary of Greek

  • 100πραγματεύομαι — ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγ ματεύομαι, Α [πράγμα, ατος] 1. ασχολούμαι με κάτι 2. διαπραγματεύομαι (α. «νουθετώντας να τά πραγματευθούν με φρονιμάδα» Αραθ. Μυθ. β. «εἶπε πρὸς αὐτούς πραγματεύσασθαι ἐν ᾦ ἔρχομαι», ΚΔ) νεοελλ. εξετάζω ένα θέμα προσεχτικά …

    Dictionary of Greek