πρός-γραφος

  • 11νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 12οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… …

    Dictionary of Greek

  • 13πιεζογράφος — ο, Ν (φυσ. τεχνολ.) συσκευή που επιτρέπει τη μέτρηση τών πιέσεων ή δονήσεων με τη βοήθεια ενός πιεζοηλεκτρικού πλακιδίου και περιλαμβάνει πιεζοηλεκτρικό κρύσταλλο ή κεραμεικό υλικό που δέχεται την προς μέτρηση πίεση ή δύναμη, την οποία ακολούθως… …

    Dictionary of Greek

  • 14χειρόγραφος — η, ο / χειρόγραφος, ον, ΝΜΑ, και τ. ουδ. χερόγραφον Α 1. γραμμένος με το χέρι, σε αντιδιαστολή προς τον προφορικό 2. το ουδ. ως ουσ. το χειρόγραφο(ν) οποιοδήποτε κείμενο γραμμένο με το χέρι (α. «το χειρόγραφο τού άρθρου του δόθηκε για… …

    Dictionary of Greek