πρόνεως

  • 1πρόνεως — ὁ, Α (αττ. τ.) βλ. πρόναος (II) …

    Dictionary of Greek

  • 2πρόνεως — πρόνεω̆ς , πρόναος before a temple adverbial (attic) πρόνεω̆ς , πρόναος before a temple masc/fem nom pl (attic) πρόνεω̆ς , πρόναος before a temple masc/fem nom/voc sg (attic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3πρόναος — Έτσι ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες αλλά και από τους Βυζαντινούς, ο περίστυλος χώρος που βρισκόταν μπροστά από τον κυρίως ναό. Ήταν γνωστός και ως πρόθυρο ή πρόδρομος. Στη χριστιανική αρχιτεκτονική, ο π. ονομαζόταν νάρθηκας και συχνά ήταν… …

    Dictionary of Greek