πρόκωνα

  • 1προκώνια — και πρόκωνα [ενν. ἄλφιτα], τὰ, Α χονδροαλεσμένοι σπόροι φρέσκου ή άψητου κριθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κῶνος «κουκουνάρι» με την έννοια ότι οι αλεσμένοι σπόροι δεν ήταν δυνατόν να πλάθονται] …

    Dictionary of Greek