πρόκνις
1προκνίς — dried fig fem nom sg …
2προκνίς — ῑδος ή πρόκνις ή πρόκρις, ιδος, ἡ, Α είδος ξηρού σύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα προκ τού περκνός* με ανώμαλο φωνηεντισμό ο , έρρινο επίθημα ν και κατάλ. ίς, ῑδος] …
3πρόκρις — (I) ιδος, ἡ, Α βλ. προκνίς. (II) ιδος, η, Ν νεοελλ. γένος λεπιδόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών ζυγανιδών …