Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πρόβλημα

См. также в других словарях:

  • πρόβλημα — anything thrown forward neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • πρόβλημα — το, ατος 1. το ζήτημα που προβάλλεται για λύση με τα μαθηματικά ή με άλλη επιστημονική μέθοδο: Αλγεβρικό πρόβλημα. – Γεωμετρικό πρόβλημα. 2. δύσκολη υπόθεση που πρέπει να αντιμετωπιστεί: Η εκπαίδευση στην Ελλάδα θα αντιμετωπίζει για πολλά χρόνια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδιοτιμών, πρόβλημα — Πρόβλημα της μαθηματικής φυσικής, στο οποίο πρέπει να προσδιοριστούν λύσεις μιας διαφορικής εξίσωσης με παράμετρο λ, τέτοιες ώστε να ικανοποιούν ορισμένες συνοριακές συνθήκες. Αν υπάρχουν ορισμένες τιμές του λ για τις οποίες μπορούν να βρεθούν μη …   Dictionary of Greek

  • δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… …   Dictionary of Greek

  • νι σωμάτων, πρόβλημα — (Αστρον.). Το πρόβλημα της ουράνιας μηχανικής που ασχολείται με τον καθορισμό των τροχιών ν σημειακών μαζών που η μόνη τους αλληλεπίδραση είναι η βαρυτική έλξη. Τα σώματα του ηλιακού συστήματος είναι ένα τέτοιο παράδειγμα αν υποτεθεί ότι οι μάζες …   Dictionary of Greek

  • Δήλιον πρόβλημα — Το πρόβλημα του διπλασιασμού του κύβου. Ονομάστηκε Δήλιον από το νησί Δήλος, στους κατοίκους του οποίου δόθηκε χρησμός από το μαντείο των Δελφών να διπλασιάσουν έναν βωμό του Απόλλωνα, που είχε σχήμα κύβου. Από γεωμετρική άποψη, το Δ.π. είναι… …   Dictionary of Greek

  • δύο σωμάτων, πρόβλημα των- — Ειδική περίπτωση του προβλήματος ν σωμάτων, κατά την οποία μπορεί να βρεθεί μια γενική λύση για τις τροχιές δύο σωμάτων, υπό την επίδραση της αμοιβαίας έλξης της βαρύτητας. Παράδειγμα τέτοιου προβλήματος είναι η κίνηση ενός πλανήτη γύρω από τον… …   Dictionary of Greek

  • πρόβλημ' — πρόβλημα , πρόβλημα anything thrown forward neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλημάτοιν — πρόβλημα anything thrown forward neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλημάτων — πρόβλημα anything thrown forward neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»