πρωτο-γέννητος

  • 1τριτογέννητος — η, ο, Ν 1. ο τριτότοκος 2. αυτός που γεννήθηκε ημέρα Τρίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + γέννητος (< γεννώ), πρβλ. πρωτο γέννητος] …

    Dictionary of Greek

  • 2Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …

    Dictionary of Greek