Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πρωτοβουλία

  • 1 πρωτοβουλία

    [протовулиа] ουσ. Θ. инициатива.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρωτοβουλία

  • 2 инициатива

    θ.
    πρωτοβουλία•

    по собственной -е με δική του πρωτοβουλία•

    это была его инициатива αυτό ήταν δική του πρωτοβουλία•

    человек без всякой -ы άνθρωπος χωρίς καμιά πρωτοβουλία•

    проявлять -у δείχνω πρωτοβουλία•

    взять -у παίρνω πρωτοβουλία•

    творческая инициатива δημιουργική πρωτοβουλία.

    Большой русско-греческий словарь > инициатива

  • 3 инициатива

    инициатив||а
    ж ἡ πρωτοβουλία:
    творческая \инициатива ἡ δημιουργική πρωτοβουλία· по собственной \инициативае ἐξ Ιδίας πρωτοβου· λίας, ἀπό δικιά μου πρωτοβουλία· проявлять \инициативау δείχνω πρωτοβουλία.

    Русско-новогреческий словарь > инициатива

  • 4 почин

    α.
    1. πρωτοβουλία•

    личный почин προσωπική πρωτοβουλία•

    по собственному -у με δική μου (του, της κ.τ.τ.) πρωτοβουλία•

    смелый почин θαρρ«λέα πρωτοβουλία.

    2. η καλή αρχή, ο σεφτές•

    почин дороже всего η καλή αρχή είναι το παν•

    продать дшево для -у πουλώ φτηνά για καλή αρχή•

    сделать почин κάνω καλή αρχή (σεφτέ).

    Большой русско-греческий словарь > почин

  • 5 инициатива

    инициатива ж η πρωτο βουλία по \инициативае... με πρωτο βουλία...
    * * *
    ж
    η πρωτοβουλία

    по инициати́ве... — με πρωτοβουλία

    Русско-греческий словарь > инициатива

  • 6 почин

    почин м η πρωτοβουλία* η καλή αρχή (начало)
    * * *
    м
    η πρωτοβουλία; η καλή αρχή ( начало)

    Русско-греческий словарь > почин

  • 7 почин

    почин
    м
    1. (инициатива) ἡ πρωτοβουλία; по собственному \почину μέ δικιά του πρωτοβουλία, κατ' Ιδίαν πρωτοβου-λίαν
    2. (начало) разг ἡ καλή ἀρχή / ὁ σεφτές (в торговле):
    сделать \почин κάμνω σεφτέ, κάμνω καλή ἀρχή.

    Русско-новогреческий словарь > почин

  • 8 власть

    власт||ь
    ж
    1. ἡ ἀρχή, ἡ ἐξουσία:
    государственная \власть ἡ κρατική ἐξουσία· Советская \власть ἡ Σοβιετική ἐξουσία· приход к \властьи ὁ ἐρχομός (или ἡ ἄνοδος) στήν ἐξουσία· быть (находиться, стоить) у \властьи ἄρχω, κατέχω τήν ἐξουσία (или τήν ἀρχή)· иметь \власть над кем-л. ἔχω ἐπιρροή, ἐξουσιάζω κάποιον
    2. \властьи мн. (лица, облеченные властью) οἱ ἀρχές:
    местные (военные) \властьи οἱ τοπικές (οι στρατιωτικές) ἀρχές· ◊ под \властьью кого-л., чего-л. κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση, κάτω ἀπό τήν ἐξουσία (или τήν κυριαρχία) κάποιου· собственной \властьью μέ δική μου πρωτοβουλία· это не в моей \властьи αὐτό δέν εἶναι στό χέρι μου, δέν ἐξαρτάται ἀπό μένα· быть во \властьи сомнений μέ κυριεύουν οἱ ἀμφιβολίες· потерять \власть над собой χάνω τήν αὐτοκυριαρχία μου.

    Русско-новогреческий словарь > власть

  • 9 зажимать

    зажимать
    несов
    1. (стискивать) σφίγγω, συμπιέζω, ζουλώ:
    \зажимать и руке́ σφίγγω στό χέρι·
    2. (плотно закрывать) βουλώνω, στουμπώνω, κλείνω:
    \зажимать у́ши βουλώνω τ' αὐτιά μου·
    3. перен разг περιορίζω, ἐμποδίζω, πνίγω:
    \зажимать инициативу πνίγω (или περιορίζω) τήν πρωτοβουλία· ◊ \зажимать рот кому-л. κλείνω τό στόμα κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > зажимать

  • 10 затеи

    затеи
    ж
    1. ἡ ἐπιχείρηση [-ις]:
    безу́м-ная \затеи ὁ παραλογισμός·
    2. (забава) ἡ Ιδέα, ἡ πρωτοβουλία.

    Русско-новогреческий словарь > затеи

  • 11 инициативный

    инициатив||ный
    прил πρωτόβουλος, μέ πρωτοβουλία, τής πρωτοβουλίας.

    Русско-новогреческий словарь > инициативный

  • 12 начинание

    начинание
    с ἡ ἐπιχείρηση, ἡ πρωτοβουλία

    Русско-новогреческий словарь > начинание

  • 13 самодеятельность

    самодеятельность
    ж
    1. ἡ αὐτενέργεια, ἡ πρωτοβουλία·
    2. (художественная) τό ἐρασιτεχνικό (или τό καλλιτεχνικό) συγκρότημα:
    кружок \самодеятельностьости τό καλλιτεχνικό συγκρότημα.

    Русско-новогреческий словарь > самодеятельность

  • 14 сковывать

    сковыва||ть
    несоз.
    1. (выковывать) σφυρηλατώ·
    2. (соединять путем ковки) συγκολλώ σφυρηλατώντας·
    3. (заковывать) ἀλυσσοδένω μαζύ·
    4. перен (лишать свободы, легкости в действиях и т. п.) παραλύω, δεσμεύω:
    ее молчание \сковыватьет меня ἡ σιωπή της μέ παραλύει·
    5. воен. παραλύω, ἀκινητοποιώ:
    \сковывать противника παραλύω τόν ἀντίπαλον, ἀκινητοποιώ τόν ἀντίπαλον
    6. перен (покрывать льдом) παγώνω:
    мороз \сковыватьет реку́ ἡ παγωνιά παγώνει τό ποτάμι· ◊ \сковывать инициативу ἐμποδίζω (или περιορίζω) τήν πρωτοβουλία.

    Русско-новогреческий словарь > сковывать

  • 15 инициатива

    [ινιτσιατίβα] ουσ. θ. πρωτοβουλία

    Русско-греческий новый словарь > инициатива

  • 16 начинание

    [νατσινάνιιε] ουσ. ο. πρωτοβουλία

    Русско-греческий новый словарь > начинание

  • 17 самодеятельность

    [σαμαντιέι τιλ'ναστ"] ουσ. θ. πρωτοβουλία

    Русско-греческий новый словарь > самодеятельность

  • 18 инициатива

    [ινιτσιατίβα] ουσ θ πρωτοβουλία

    Русско-эллинский словарь > инициатива

  • 19 начинание

    [νατσινάνιιε] ουσ ο πρωτοβουλία

    Русско-эллинский словарь > начинание

  • 20 самодеятельность

    [σαμαντιέι τιλ'ναστ"] ουσ θ πρωτοβουλία

    Русско-эллинский словарь > самодеятельность

См. также в других словарях:

  • πρωτοβουλία — η, Ν 1. το να ενεργεί κανείς με δική του θέληση, απόφαση οφειλόμενη αποκλειστικά στην ελεύθερη κρίση και θέληση τού προσώπου που ενεργεί («ενήργησαν με δική τους πρωτοβουλία») 2. η αρχική έμπνευση και ενέργεια για την επιτέλεση ενός έργου («σ… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοβουλία — η 1. απόφαση ή ενέργεια με ελεύθερη κρίση και θέληση, χωρίς να υποβάλλεται ή να επιβάλλεται από άλλον: Ό,τι έκανα το έκανα με δική μου πρωτοβουλία. 2. η πρώτη και αρχική ενέργεια ή έμπνευση: Η πρωτοβουλία της μονιμοποίησης των δημόσιων υπαλλήλων… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»