πρωτεύω
1πρωτεύω — πρωτεύω, πρώτευσα βλ. πίν. 19 Σημειώσεις: πρωτεύω : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα πρωτεύων, ουσα, ον ως επίθετο (π.χ. πρωτεύουσας, δηλ. → πρωταρχικής σημασίας …
2πρωτεύω — to be the first pres subj act 1st sg πρωτεύω to be the first pres ind act 1st sg …
3πρωτεύω — ΝΜΑ [πρῶτος] 1. καταλαμβάνω ή κατέχω την πρώτη θέση, σειρά ή βαθμό, έχω ή παίρνω τα πρωτεία, είμαι πρώτος (α. «πρωτεύων ρόλος» β. «πρώτευσε στους διαγωνισμούς» γ. «πρωτεύειν καρτερίᾳ», Ξεν.) 2. είμαι ή αναδεικνύομαι ανώτερος, υπερτερώ, υπερβαίνω …
4πρωτεύω — πρώτευσα 1. είμαι ή κατατάσσομαι πρώτος, υπερέχω, διακρίνομαι από τους άλλους, έχω ή παίρνω τα πρωτεία: Πρώτευσε στις εξετάσεις. – Πρώτευσε στα καλλιστεία. 2. η μτχ., πρωτεύων, ουσα, εύον ο σπουδαίας σημασίας, ο βασικός, ο κύριος: Πρωτεύοντα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5πρωτεύσει — πρωτεύω to be the first aor subj act 3rd sg (epic) πρωτεύω to be the first fut ind mid 2nd sg πρωτεύω to be the first fut ind act 3rd sg …
6πρωτεύσω — πρωτεύω to be the first aor subj act 1st sg πρωτεύω to be the first fut ind act 1st sg πρωτεύω to be the first aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
7πρωτεύσῃ — πρωτεύω to be the first aor subj mid 2nd sg πρωτεύω to be the first aor subj act 3rd sg πρωτεύω to be the first fut ind mid 2nd sg …
8πρωτεύῃ — πρωτεύω to be the first pres subj mp 2nd sg πρωτεύω to be the first pres ind mp 2nd sg πρωτεύω to be the first pres subj act 3rd sg …
9πεπρωτευκότα — πρωτεύω to be the first perf part act neut nom/voc/acc pl πρωτεύω to be the first perf part act masc acc sg …
10πεπρώτευκεν — πρωτεύω to be the first perf ind act 3rd sg πρωτεύω to be the first plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …