πρωρεύς
1Πρωρεύς — masc nom sg …
2πρωρεύς — masc nom sg …
3πρῳρεύς — officer in command at the bow fem nom sg …
4πρωρεύς — ο, ΝΜΑ, και πρωρέας Ν νεοελλ. ναυτ. ο ναύκληρος, κν. λοστρόμος, μσν. (στο Βυζάντιο) ο αμέσως μετά τον κυβερνήτη πλοίου αξιωματικός, ύπαρχος αρχ. 1. ναυτ. αμέσως μετά από τον κυβερνήτη αξιωματικός ο οποίος διηύθυνε τους χειρισμούς τού πλοίου στην… …
5Πρωρεῖς — Πρωρεύς masc acc pl Πρωρεύς masc nom/voc pl (parad form) …
6πρωρεῖς — πρωρεύς masc acc pl πρωρεύς masc nom/voc pl (parad form) …
7Πρωρεῖ — Πρωρεύς masc dat sg …
8πρωρεῖ — πρωρεύς masc dat sg …
9Πρωρεῦ — Πρωρεύς masc voc sg …
10πρωρεῦ — πρωρεύς masc voc sg …
Страницы