πρυτάνις τῶν ναυκράρων

  • 1πρύτανης — ο / πρύτανις, άνεως, ΝΑ, και αιολ. τ. πρότανις Α (στην αρχ. Αθήνα) καθένας από τους 50 βουλευτές τής φυλής η οποία προήδρευε στη βουλή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, που ισοδυναμούσε με το 1/10 τού έτους νεοελλ. 1. αιρετός και με ορισμένη… …

    Dictionary of Greek